- ὑποδηματάριος
- ὑποδημ-ᾰτάριος, ὁ,A sandalmaker, shoemaker, IG9(2).16.16 (Hypata, ii A. D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδηματάριος — ὁ, Α κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius, πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek